λεπιδοειδῆ — λεπιδοειδής like scales neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λεπιδοειδής like scales masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λεπιδοειδής like scales masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπιδοειδεῖς — λεπιδοειδής like scales masc/fem acc pl λεπιδοειδής like scales masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπιδοειδέσιν — λεπιδοειδής like scales masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπιδοειδῶν — λεπιδοειδής like scales masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… … Dictionary of Greek
φολιδοειδής — ές, ΜΑ αυτός που μοιάζει με φολίδα, λεπιδοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φολίς, ίδος + ειδής*] … Dictionary of Greek